Πέμπτη, Ιανουαρίου 31, 2008

- Όχι τα Χέρια..!
- Όχι αυτά..
- Πως θα μπορώ να αγκαλιάζω τα λάθη μου, αν μου τα κόψετε;..

- Όχι τα Μάτια..!
- Όχι ακόμα..
- Έχουν να πλημμυρίσουν απο δάκρυα..

-Όχι τα Πόδια..!
-Μόνον το ένα , σας παρακαλώ..
-Μπορώ να ζωγραφίζω με ένα..

-Το Κεφάλι..!!
-Αυτό σας το χαρίζω..

Στον στύλο της Ματαιοδοξίας κ της Αρετής σας..
Θα σας Θυμίζει πάντα..
Πόσο διαφέρουμε..

Τρίτη, Ιανουαρίου 29, 2008

Ξημερώνει..
Έφτασα να μου δώσει λίγα χτυποκάρδια , που ποτέ δεν έγιναν έφηβοι..
Τώρα..μου τα ζητιανεύουν οι Εποχές να τα τραγουδήσουν..

Νυχτώνει..
Φαντάσου την ψυχή μου..
περιμένει τον δικό μου ύπνο, για να ξαποστάσει..

Αλλάζουν οι εποχές..
Σκέψου τη ζωή σου..
υπολείμματα φρούτου ,σε δόντια απουσίας..

Δευτέρα, Ιανουαρίου 21, 2008





Στον δρόμο του Σαν Ρομάνο
(1948)


Η ποίηση γίνεται στο κρεβάτι όπως ο έρωτας.
Τα ξέστρωτα σεντόνια της είναι η αυγή των πραγμάτων.
Η ποίηση γίνεται μέσα στα δάση.

Έχει όσο τόπο της χρειάζεται
Όχι τούτο δω μα τον άλλον που τον ορίζουν

Το μάτι του Ικτίνου
Η δροσιά πάνω σε ένα ασφόδελο
Η μνήμη μιας φιάλης Τραμινέρ θολής
πάνω σε ασημένιο δίσκο
Ένας ψηλός φαλλός από τουρμαλίνη λίθο πάνω στη
θάλασσα
Και ο δρόμος της περιπέτειας του νου , που ανεβαίνει
κάθετα.
Μια στάση και αμέσως γεμίζει θάμνα


Δεν τη φωνάζουν πάνω στις στέγες
Είναι άπρεπο ν’αφήνεις ανοιχτή την πόρτα σου
Ή να καλεί για μάρτυρες

Τα σμάρια των ψαριών τις σειρές των μελισσοφάγων
Τις ράγιες στην είσοδο του μεγάλου σταθμού
Τις ανταύγειες από τις δύο όχθες
Τις αυλακιές μες στο ψωμί
Τις φυσαλίδες του ρυακιού
Τις μέρες του ημερολογίου
Το σπαθόχορτο


Η πράξη του έρωτα και η πράξη της ποίησης
είναι ασυμβίβαστες
με την υψηλόφωνη ανάγνωση της εφημερίδας

Η κατεύθυνση της ηλιαχτίδας
Το γαλάζιο φέγγος που δένει τις τσεκουριές
του ξυλοκόπου
Η κλωστή του αετού σε σχήμα καρδιάς ή κιούρτου
Το ρυθμικό χτύπημα της ουράς του κάστορα
Η βιασύνη της αστραπής
Το πέταγμα κουφέτων ψηλά από γέρικα σκαλοπάτια
Η χιονοστιβάδα



Η κάμαρα με τα μάγια
Όχι κύριοι δεν είναι η Όγδοη κάμαρα
Ούτε οι αναθυμιάσεις του θαλάμου μια Κυριακή βράδυ

Οι χορευτικές φιγούρες που εκτελούνται σε διαφάνεια
πάνω σε βαλτόνερα
Το περίγραμμα σ’έναν τοίχο ενός κορμιού γυναίκας με το
πέταμα των μαχαιριών
Οι καθάριες τολύπες του καπνού
Οι βόστρυχοι των μαλλιών σου
Η καμπύλη του σφουγγαριού των Φιλιππίνων
Οι έλικες του κοραλλένιου φιδιού
Το έμπα του κισσού στα ερείπια
Έχει όλο τον καιρό μπροστά της

Το ποιητικό σφιχταγκάλιασμα σαν το σάρκινο σφιχταγκάλιασμα
Που όσο διαρκεί
εμποδίζει κάθε απόδραση προς τη μιζέρια του κόσμου.



(Andre BRETON)











Μπαλάντα της σταγόνας στον Ωκεανό,

1.
Φτάνει το Καλοκαίρι, κι ο καλοκαιρινό ουρανός,
Λάμπει και για εσάς.
Το νερό είναι ζεστό και στο ζεστό νερό
πλαγιάζετε και σεις.
Στα πράσινα λιβάδια έχετε
στήσει τις σκηνές σας.Οι δρόμοι
άκουσαν τα τραγούδια σας.Το δάσος
σας καλωσορίζει.Δηλαδή
τελείωσε η μιζέρια; Το φαΐ είναι ανθρώπινο;
Σας νοιάζεται κανένας;έχετε ξένοιαστο μυαλό;
Το αύριο λέτε τάχα να ναι πιο καλό;
Όχι:αυτά δεν είναι παρά σταγόνες στον ωκεανό.

2.
Το δάσος καλωσόρισε κατατρεγμένους.Ο όμορφος ουρανός
πάνω σ’ απελπισμένους λάμπει. Στις καλοκαιρινές σκηνές
μένουν όσοι δεν έχουν άλλη στέγη.Αυτοί που στο ζεστό νερό πλαγιάζουν
δεν έχουνε να φάνε.Κι αυτοί
που στους δρόμους περπατάνε,ατελείωτα
πορεύονται ψάχνοντας δουλειά να βρούνε.
Δεν τελείωσε η μιζέρια.Το φαΐ δεν είναι ανθρώπινο
Για εσάς δεν νοιάζεται κανένας.Δεν έχετε ξένοιαστο μυαλό.
Το αύριο λέτε τάχα να ναι πιο καλό;
Όχι:αυτά δεν είναι παρά σταγόνες στον ωκεανό.


3.
Σας φτάνει, ο λαμπερός μονάχα ουρανός;
Απ’το ζεστό νερό δε θα βγήτε πια;
Το δάσος θε να σας κρατήσει εντός του;
Έχτε να φάτε;έχετε παρηγοριά;
Ο κόσμος τις διεκδικήσεις σας προσμένει
Χρειάζεται την οργή σας, και τις λύσεις σας.
Ο κόσμος βλέπει σε σας τη στερνή του ελπίδα.
Καιρός να πείτε:Φτάνουν ως εδώ,
τέτοιες σταγόνες στον ωκεανό


(1931-Μπέρτολτ ΜΠΡΕΧΤ-Μετάφραση Μάριου Πλωρίτη).











Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;-
για σένα,μόνος, στον Παράδεισο


Ι

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός
Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.




II

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική
Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
τους καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων
το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος. (........................................................)




IV

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό,
μ' ακούς Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των ΑγίωνΒγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε
σ' άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από
τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι,
μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους
γκρεμούςʼAκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει
-ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο,
ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω,
μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.




V

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους
Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο
του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης
όρθιας θάλασσας τον καλπασμό
Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε
ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι
Πιο δω, πιο κει,
προσεχτικά σ' όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου,
τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
Το σώμα σου
στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας
και του διάφανουΒυθού,
μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα
ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ' άλογο του Αγίου
και το αυγό της Ανάστασης
Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα ούτε η γερόντισσα μ' όλα της τα βοτάνια
Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη. (........................................................)


VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ


Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό


Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
Οδυσσέας Ελύτης

Σάββατο, Ιανουαρίου 19, 2008


Χειμώνας , ονειρεμένος, τς μέρες μετρούσε..
Τότε δεν ένιωθες ,που να πας..
Δεν ένιωθες , τον ίσκιο , μαύρο πιστόλι στον κρόταφο να σου φορά..
Έλεγες ,πως έτσι για πάντα, όλα θα μείνουν..
ήμασταν κάτι φίλοι..μια φορά..
Κ τώρα , τι έχουμε γίνει..
Μαζί με τα κομμένα πόδια μας , θάψαμε κ την εμπιστοσύνη..
Με το μπαστούνι , που κυριαρχεί στην κίνηση μας..
μετράμε τις απώλειες , σε κρότους άναρχους..
βαδίζοντας σ' ένα δρόμο άγνωστο ..τραχύ..

Σάββατο, Ιανουαρίου 05, 2008

Είμαι το δέρμα, που κλειδώνει το κορμί σου..
Ο φλογερός χιτώνας της ερήμου..
Ένα τυφλό , παραμορφωμένο,τρίτο μάτι..
μια σχισμή..
ένα παιδί,που τράβηξε το δρόμο της ερήμου..

Είσαι, το δέρμα , που ταιριάζει στο κορμί μου..
η ομίχλη της ερήμου..
το φιλί, που τα μάγουλα, πυρώνει..
το ροζ σύννεφο,που αναπολεί..
Είσαι η τρέλα..
το χρώμα..
η μυρωδιά..
η λέξη , που τη Μοίρα, χλευάζει..
το μαζί, που γέμισε, αποδημητικά πουλιά..

Είμαι, εγώ , χωρίς το αδιαπέραστο τείχος μου..
δίχως το παγωμένο μου γέλιο..
Η κίνηση κυρίαρχη..
Εγώ..
Εσύ..
η γέφυρα..

Κάποτε ..
..όλα αυτά θα μιλήσουν για μας...