Σάββατο, Σεπτεμβρίου 29, 2007

Τρέχω..

Θα θέλα να χα μακρυά μαλλιά να με χτενίζουν τα Μελτέμια..

να νιώθω..

Γελώ..

μια ανάμνηση ενός βρέφους , γαργαλά τις πατούσες μου..

Μη με ρωτάς..

Μεθώ..
απλώνω τα χέρια πάτημα για ν'ανέβουνε..
πριν γεννηθώ ,
πόνεσα να χω τα χέρια δεμένα..
Τα λύνω..
χίλιοι καημοί, πέφτουν επάνω μου..


Ο ήλιος σήμερα δεν βγήκε..
Τον σφίγγω στην αγκάλη μου, σαν παιδί..
Στα πόδια μου, απόμεινε ο ίσκιος του..
Εσύ..

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 27, 2007



Στην Ελίνα
Αγαπητοί φίλοι!
"..Ίσως το γράμμα αυτό να μην διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ’ αλήθεια δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ’ όλους. Αλλά, ούτε δα κι’ αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι’ ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι’ αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για μένα θάνατος ήταν. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με το θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ’ αγάπησαν, κι’ ας μην μπόρεσαν ποτέ, κι’ ας μην τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν την ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάμματα, μην τύχει και τους κλέψω την ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθή ότι λυπόμουνα βαθειά όταν καταλάβαινα ότι μ’ αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου, κι’ όμως δεν πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε ότι αγαπούσα αληθινά. Δεν είνε στ’ αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν την γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νοιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στο πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μεσ’ στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι’ αυτοί… Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; Άνθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι’ άλλοι - οι λίγοι - προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε; Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δεν την κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου, και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι’ όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μεσ’ σένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι’ αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαρειά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε την ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα…
Είνε που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε… - ούτ’ από μας ούτ’ απ’ τους άλλους - δεν τόλμησε να να ξεφύγει απ’ το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ’ αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ’ αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν - είμασταν - δειλοί που ’ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι’ ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι… Απόκληροι της αντίληψης… Κι’ όμως ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Κ., ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε και κείνος τόλμησε… Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα… ότι ήμουνα γι’ αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι’ αυτό θαρρώ και έζησα τόσο μόνη, κι’ ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δεν δέχτηκα με ευμένεια κι’ οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα. “Πόσο είνε αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια”, έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου…
Μα, από τότε έχουν πεια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πεια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω - αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή - μέσ’ απ’ τις αναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τα τετραδία του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο… Γυρνώ το βλέμμα και τον κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη… είνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι’ όμως - θεέ συγχώρεσέ με - θα τον έπερνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια… Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ’ εύρω μοναδική κι’ αξέχαστή μου αγάπη… Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ… να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου εκείνο που μου ’ριχνες σαν έφτανα… τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου… να ιδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν… να ιδώ… να νοιώσω το φίλημά σου… Είνε τόσο μεγάλος ο καϋμός και είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν…
Τα λόγια αυτά ίσως νακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλοί, δεν μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πεια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουνα ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είνε άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη… Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά, κι’ αν είνε δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε απ’ τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε σας στιγμή τραγούδι, κι’ όταν έρθ’ η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξι, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια…
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κυττώ πίσω και αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη, κι’ αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, εκείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ’ Απρίλη, δεν ήμουν πεια μόνη. Νέοι που μ’ αγάπησαν ήρθαν να μ’ αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν…
Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι’ η καλή μου φίλη.."..

Με αγάπη
Μαρίκα Πολυδούρη

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 24, 2007


Το φως του δρόμου , μια πελώρια σιωπή –μια παγερή μετέωρη λύπη..
Είσαι «το πεπρωμένο μου» σου είπα, εκεί πάνω στα μουσκεμένα από ιδρώτα κ έρωτα σεντόνια.. στο ξένο δωμάτιο, που κοιμηθήκαμε-τόσο ξένο...χιλιάδες άγνωστοι, πριν από εμάς , είχαν αφήσει μέσα του μια γεύση από δρόμο..
Γνώριζα με εκείνη την γνώση, που αφανίζει, ότι επρόκειτο για μια αλήθεια ξεκάθαρη κ απόλυτη, όπως ο Χρόνος, που ροκανίζει στις γωνιές τόσο άσπλαχνα, τις λίγες μας κοινές στιγμές..
Δεν είπες τίποτα.. μονάχα με πήρες μια πιο σφιχτή αγκαλιά, σαν να συμφώνησες..
Έχωσα το κεφάλι μου, στην ζεστή φωλιά του λαιμού σου, για να μην δεις τα σιωπηλά μου δάκρυα κ το σκοτάδι των ματιών και της ψυχής μου..
θέλησα με τον σκελετό μου, να ματώσω το δέρμα σου..να ξυπνήσει..
Ένιωσα το κορμί σου να τεντώνεται, από το ρίγος αυτής της επαφής..
Πάντοτε συνέβαινε αυτό με τα κύτταρα μας. Αρκούσε μια ματιά, καμία επαφή, ακόμα ακόμα μονάχα η σκέψη, γι’αυτό το ξέφρενο, βίαιο πολλές φορές ξύπνημα των αισθήσεων..
Συνέχισες να μ’αγαπάς κεντώντας με..
Δημιουργός στον καμβά της ψυχής μου, πέπλων από μάγισσες κ ξωτικά, εικόνων παραμυθιών κ μύθων Ανατολής..
Συνέχισα να χορεύω στον ρυθμό των χεριών σου..
Γνώριζα την μοναδικότητα , το αμετάκλητο αυτής της στιγμής κ αρνιόμουν πεισματικά να δω μέσα στα ασπρόμαυρα παράθυρα του μυαλού μου..
Αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά σου, σαν σε όνειρο..
Θυμάσαι πως είναι τα όνειρα;
Θυμάσαι;;

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 22, 2007



Εικοσιτετράωρα αιώνων , με έκαναν νευρασθενή, χωρίς να μπορέσουν να με δαμάσουν..

Το θηριώδες από τα μάτια μου, δεν έφυγε, όσο κ αν πέρασαν οι χρόνοι..

Δεμένοι στο σώμα , σφιχτά, οι μυς..

Δεν αγριεύομαι πια , δεν εξανίσταμαι..

Δεν πιάστηκα δα κ μικρή, ώστε να μην έχω παρελθόν, ώστε να μην θυμάμαι..

Η Μνήμη μου στον τόπο της κατοικεί από παιδί..

όχι , πως έγινε συνήθεια , η Απουσία, η Μοναξιά κ πως την υποφέρω..

Γοερά σου κράζω την αυγή, την νύχτα απελπισμένα σε ικετεύω..

Σαν ρίζα μέσα στης ερήμου την άμμο, σαν στεγνό λαρύγγι η γλώσσα διψάει, τα φρένα μου διψούν, διψάει η καρδιά..

Κ όχι μονάχα τούτη τη φωτιά, μονάχα τούτο το καμίνι, να καίει, μα ακόμα και στην Κόλαση μπορεί η Καρδιά μου να υπομείνει..

Κ πάντα μονολογώ για μένα :

"..Έχεις καιρό, στην Ιθάκη κ συ να ρίξεις άγκυρα..

Τώρα χάρου και χόρτασε την , την αγριάδα του πελάγους κ του ανέμου..

κ όποιος κ αν είναι ο κίνδυνος αμόλα , όπου βρεθείς,
όπου κ να είσαι ψηλά ή χαμηλά, μέσα σ'ολα βούτα κ μην λυπάσαι..

Να μην λυπάσαι , που έρχεσαι βαριά σαν αγριοκαίρι..

Να μην λυπάσαι, που σαν περνάς τραντάζονται τυφώνες..

οι στέγες αίμα στάζουνε..

Να μην λυπάσαι που με δίκοπο μαχαίρι έρχεσαι,

σε δύο χωρίζεις την καρδιά σου μέρη, την κουρσεύεις..

που στα φτερά χιμάς τ' ανέμου και απ'του χαμού τα τρίσβαθα περνάς.."..


Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2007

Βαθιά κρατώ τον Έρωτα γι'άντίφωνο του θρήνου..
Πνεύμα, η μάταιη σάρκα μου στην αγκαλιά σου..
Μια δέηση μονάχα!!
να μην μείνει η αγκαλιά μας ανοιχτή, σαν παιδική απορία..
Να κρατήσω τον Χρόνο ακίνητο μέσα μου..
Μια προσευχή!!
Δεν μπορεί η Μνήμη να είναι τούτο..
Μνήμη μου από λάσπη κ αργύρια , να σ΄αφανίσω..
Πουθενά πάνω σ΄εμάς δεν βρίσκεται ένας δρόμος, ένα τέλος, μια αρχή, ένα σχήμα ..

Αγάπη μου!!
Σεισμέ του νου μου..


(Τρίτη 18/9/2007 ωρα 08.00 πρωινή..)


Τι σαλεύει στο στήθος , που με κάνει παιδί;..
Τι πλανεύει το βλέμμα στον Ορίζοντα πέρα;..
Μελλούμενο Όνειρο , με κλείνει στα δύο του Χέρια ειρηνικά..
Χέρια δειλά, που χω θαρρύνει,
ζεστών κ ευλαβικών χαδιών..
Τέτοια Χέρια "κρίνους",
ονειρεύεται η ψυχή μου..

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 11, 2007


Σε τραγούδησα δίπλα στη θάλασσα..
σε γύρεψα, σε φώναξα,
δεν ήρθες..
ταξιδεμένη εσύ..
αγάπη, που σε ξέρω , όσο με ξέρεις..
ταξιδεμένη , μ' ένα βαθύ κόκκινο φως..
ταξιδεμένη, αγκαλιά μ΄ένα γραμμόφωνο,
που ποτέ δεν άκουσα..
μακρινή, σαν τους τόπους των παραμυθιών..
Μιλάς κ σωπαίνεις..
κ τα πράγματα μένουν αδιάλλακτα,
σαν να μην υπάρχει θέληση να τα κυβερνήσει..
Γιατί τόση απαισιοδοξία;
Που θα πάμε ψυχή μου,
όλη τούτη την εξορία, που μέσα μας φέρνουμε;
Πως να ερμηνεύσω τον θάνατο;
αρνούμαι..
Όμως,
μήτε τη ζωή μπορώ ν' αγγίζω , όπως ποθώ..
Να την κρατήσω , όπως θέλω..
βλέπω τις κινήσεις των ζωντανών
σαν να είναι μέσα στη μνήμη μου κ αυτές..
κ ζωντανές, δεν μπορώ να τις αγγίξω..
Τις χαίρομαι συχνά, τις κοιτώ εκστατικά
κ άξαφνα σαν από πεθαμένους γίνονται..

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 08, 2007


Σβησμένα Πρόσωπα κ Προσωπεία


Πρόσωπα γυμνωμένα από την θέληση..
Χέρια απαλά, που ανασηκώνουν την ελπίδα..
Σώματα που γέρνουν, γεμάτα από εμπιστοσύνη.
Τα πρόσωπα, υπάρχουν -δεν υπάρχουν..
Άρρωστα μέτωπα, της άρνησης δοσμένα..
Πρόσωπα βιαστικά μες στην βροχή,
γυμνά από φτιασιδώματα,
πολύ πιο έντονα σκαμμένα ,
βαθύτερα,
από τον Χρόνο..
Στην παραζάλη του νερού,
ανακατεύεται όλο βουή,
το παρελθόν..
Πίσω από τα πρόσωπα,
η μνήμη σκληρή..
Θολώνουν οι καθρέφτες,
απ΄το βλέμμα..
Δεν μιλούν..
Δεν έχουν τίποτα να πουν..
ή να τους πούμε..
Πόσο λίγο τα γνωρίζουμε..
Πόσο πολύ φοβούνται..

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 03, 2007


Ψιθυρίσματα των αισθήσεων, ευγενικές εκκλήσεις σε άγνωστους Θεούς, κομψές αναμνήσεις από Βαθιά Μάτια, βέλη σε σταγόνες συνάντησης.. στιγμές , που μέσα τους βυθίστηκαν οι Πρωτόπλαστοι, θάλασσες ασύλληπτες ενός Θεατρικού Ονειροδράματος,τα Βαθιά Μάτια, στο θλιμμένο δειλινό,το αναιδές ξημέρωμα, στη γαλάζια ανησυχία του Χρόνου,σε κάθε πόρο της αναπνοής μου..
Οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις της Αιωνιότητας, τα κίβδηλα δάκρυα της Ανάγνωσης, τα δανεικά πεντάγραμμα της μοναξιάς,η σήψη της αμφιβολίας,η λησμονιά της ασχήμιας, οι παλμοί της άνυδρης καρδιάς, η απληροφόρητη συζυγική κλίνη,ο φόβος, η άγνοια, η εκδίκηση,η λιγοψυχιά,η νωθρότητα της ψυχής, η πλάνη-το καταφύγιο της ανικανότητας,τα θυμητάρια μιας προδοσίας, η απέλπιδη ύπαρξη, η υπέρτατη του απείρου προσφορά-ο Θάνατος..ο Έρωτας..

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 01, 2007

Για σένα Μαρίνα..

Ας έλεγες κ ας ξαναέλεγες "για πάντα"..
Ας ριχνόσουν μέσα στους πύρινους λόγους σου,
γ' αυτό το πάντα..
Δεν άργησαν..
ήρθαν τα πεζοδρόμια της νύχτας,
καθώς τ' αδέσποτα σκυλιά..
όχι κολασμένα, μήτε εξόριστα..
παρά μονάχα, λευκά από την απελπισία...
ήρθαν τα μαύρα άλογα,
ζεμένα σ΄άμαξες με γιασεμιά κ κρίνους
κ έτοιμα για το δρόμο της αλήθειας..
φύγαν με τον καλπασμό μιας νέας ημέρας..
Κ ήρθε η βροχή: εσύ..
δυνατή κ βίαιη , μα δίχως τύψεις κ ενοχές,
κ ξεχείλισαν τα ποταμίσια μάτια μου..
αυλακώθηκαν τα απονεκρωμένα χείλη μου..
κ τα νερά έσβησαν από τα χέρια μου,
νωπές ακόμα αφές..

Τώρα, δεν είσαι παρά ένα ταξίδι..
δεν μπορώ να σε πω Θάλασσα,
Άνοιξη, Άνεμο,ΑΓΑΠΗ..
Είσαι ένα ταξίδι, που το υφαίνω κ τ' ανεμίζω σαν μαντήλι,
κάθε νύχτα..
κ ακόμα δεν έμαθα
αν σε καλωσορίζω,
ακόμα
δεν πίστεψα,
ότι σε αποχαιρετώ..

(Για την Μαρίνα Γ..έμπυρη γνώση..)