Δευτέρα, Οκτωβρίου 29, 2007


Δύει ο ήλιος κ απόψε κ τ' ασύνδετα , τα σκόρπια , μήτε σήμερα δε θα χουνε μιλήσει, μήτε αύριο δε θα χουνε συνδεθεί..
Ψιθυρίζω τις λέξεις τις άφτιαχτες..τις αμφίβολες, τις περίπλοκες κ δισταχτικές..
Μα έχει πεθάνει η Χαρά, η Χαρά έχει σβήσει, κ κανένα κοντύλι δε μπορεί να χαράξει στην πλάκα την ίσια, τις λέξεις , τις φράσεις τις ολόκληρες..
Σ΄ένα μεγάλο κενό, προφέρω τις λέξεις τις άσχετες,τις αταίριαστες.. αργά , ευλαβικά στη σχολαστικά ορθή προφορά τους, δίνοντας μαθήματα ορθοφωνίας στην ερημιά, σωριάζοντας πύργους το άφραστο..
Ο Χρόνος είναι κ απόψε εδώ..
Η Νύχτα αγέρωχη στέκει μπροστά στο σχήμα της σιωπής..
Αγρυπνία δίπλα σε ένα ποτήρι,μ΄ενα κρίνο-ένα μισάνοιχτο κρίνο-διψώντας τη στιγμή , που θα άνοιγε , να γευτούμε τη Χαρά..
Αλήθεια όμως..
Τη Χαρά , που σε ζει στη νοσταλγία..
για να την παραστήσεις ,τα χρώματα λείπουν..
από τη γλώσσα, λείπει το χάδι..




Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2007


Θόλο το είδωλο στον ραγισμένο απ΄τα δάκρυα καθρέφτη..
Βαρύ το κεφάλι ,
δίπλα στο ράφι της βιβλιοθήκης,
να ψάχνει για το σκονισμένο νόημα μιας ιστορίας,
όταν δεν χρειάζεται τίποτε άλλο, παρά,
τα βήματα που περπατούν δίπλα..
μια φωνή, που ταξιδεύει την ψυχή..
που χαράσσει πορείες κ χρώματα..
μια χούφτα γαλάζιας θάλασσας ή ουρανού, που να αγγίζουν τα χέρια..

Αντίο..
Να με θυμάσαι..
όταν η μολυβένια θάλασσα ,
θα σε ποτίσει τη στυφή νοσταλγία,
για το χαμό της κεχριμπαρένιας ρώγας..
Να με θυμάσαι..
σαν την παράκληση του ερπετού,
που νιώθει τον αφανισμό κάτω από το βαρύ βηματισμό..
Να με θυμάσαι..
όταν αντικρύζεις την καταστροφή,
κοιτώντας το θολό σου είδωλο στον καθρέφτη..

Μην κλάψεις, όμως..
Ποιο όνομα , ταιριάζει σ' αυτόν που αποζητά τον θάνατο;..
ποιο τ' όνομα αυτού , που πεθαίνει κλαίγοντας;..
Μην κλάψεις όμως..

Τρίτη, Οκτωβρίου 23, 2007

Σε παράλληλους χρόνους,
να ακούμε το ίδιο τραγούδι..
Την ίδια φωτογραφία να θωρούμε..

Το βλέμμα σου, κάρφωνες στα μαλλιά μου,
που είχαν αρχίσει ν' ασπρίζουν..

Κ γω πρώτη φορά, ξάνοιγα,
του μετώπου σου -εκείνες - τις ρυτίδες..

Την κρυφή μου τη σκέψη δε ζήτησες
να σου εκφράσω, -αδύνατον ήταν-..
ούτε εγώ, την αιτία,
της πικρίας σου, να μάθω δε ρώτησα,
που είχε ξάφνου χυθεί στην μορφή σου..

Ώσπου, τέλος,
σε παράλληλους χρόνους ,
το σκότος μας έζωσε, της βραδιάς ..
κ δεν βλέπαμε πλέον,
ο ένας του άλλου..
τα δάκρυα που έτρεχαν,
για το τριαντάφυλλο, που είχε γεράσει μέσα μας..

Δευτέρα, Οκτωβρίου 15, 2007

Αρνιόμουν πεισματικά να δω..
Κ όμως..
Επιβεβλημένο ήταν..να βλέπω..
Αδυνατούσα να κοιτάζω..
Κ όμως..
Έκλεινα τα μάτια ..για να βλέπω καλύτερα..
Στα μάτια , που δεν υπήρχαν , έκαιγε ο άνθρακας της ζωής μου..
Πιο φλογερός από όλο το πετρέλαιο του κόσμου..
Αν πρόσεχα..
Θα χάνε περισσότερη υγρασία τα μάτια μου..
Ψήγματα θαλπωρής η ψυχή μου..
Αν τα μάτια μου, δεν ήταν ραμμένα, με τις κλωστές του Τρόμου..
Αν δεν γινόμουν πλήρης κ από τον τελευταίο πόνο..
Θα τολμούσαμε ίσως..
-Θέλεις;..
-Τολμάς;;..
Στο πύρινο, στο φλογερό τους δίχτυ..
την τρυφερή δική σου ματιά , μαζί τους να σφραγίσεις;;..
-Μα όχι!!..
Δεν ζητώ , μαζί με μένα κ συ να λιώσεις..


Σάββατο, Οκτωβρίου 13, 2007


Μάταια, ρόζιασε ο Νούς μου..
Μάταιη κ η Γνώση, κέρδος φωτιάς κ θυσίας..
Μας κυβερνούν, αλύγιστα, τα δάχτυλά της Μοίρας..
Ήρθε κ έκατσε στο πέτρινο πεζούλι,
κ ήρθε κ η Ζωή, όλο αρχοντιά κ ευγένεια, σιμά της..
Στο δείπνο, που τους φίλεψα, δεν άγγιξαν ένα τρίμα..
Μα..Μοίρα κ Ζωή..μου..
ακόμα κ στο πουθενά να φτάσω..
στο πείσμα σας..
μου μένει , η γλύκα της απαντοχής
κ του Ονείρου η ευτυχία..
σάρκα στη σάρκα μου, Aιώνια..
κ η Μνήμη θυμιατήρι..


Παρασκευή, Οκτωβρίου 12, 2007

Μέρος 2ο Περασμένες τρεις..
-Πάλι πέρασε η ώρα , σκέφτεται..
Φτάνει στο διαμέρισμα, μουσκεμένος από τη Βροχή.. Ποτέ δεν κουβαλάει ομπρέλες.. Παρόλο που, κάθε φορά, που βρέχει τα ρούχα του σχεδόν καταστρέφονται.. Κάποτε του είχε πει: «Τους ερωτευμένους δεν τους πιάνει η Βροχή..Απλά τους χαϊδεύει.» Στο μυαλό του έρχεται πάλι η αστεία φατσούλα της, όταν υποκρινόμενη τη θυμωμένη θα του πει "ακόμα μια φορά ανεπίδεκτος!!κ φορούσες το ακριβό σου σουέτ!! Είσαι ανυπόφορος.." θα νιαουρίσει κ θα τρέξει να σκουπίσει τα νερά , που έχουν ήδη σχηματίσει λιμνούλα στο καθιστικό....Του αρέσει , αυτή η υποτιθέμενη γκρίνια της. Την αναγνωρίζει , χρόνια τώρα κ μπορεί να καταλάβει πότε αλήθεια είναι θυμωμένη κ πότε αναλαμβάνει ρόλο μαμάς ..Απ' το χρώμα των ματιών της..
-Δεν είναι κανείς σπίτι.Παράξενο..Πάλι έχει ραντεβού; Δεν μου είπε τίποτα , σκέφτεται..
Στο μικρό γραφειάκι του διαδρόμου (το αγαπημένο της από παιδί) ένα σημείωμα:«
Μωρό μου, έχω ραντεβού με του νέους μου πελάτες για την σύσταση της εταιρείας. Θα σου τηλεφωνήσω μόλις ξεμπερδέψω. Το απόγευμα έχω πρόβα. Σ’αγαπώ..»
-Φαντάζομαι τα νεύρα της. Πάλι δεν κατάφερε να ξεκουραστεί!!
-Τουλάχιστον, οι προετοιμασίες του γάμου, είναι μια ευχάριστη νότα στην καθημερινότητα μας .
Δεν πεινούσε. H αλήθεια είναι, ότι πρόσεχε αρκετά τη διατροφή του αυτό το διάστημα. Η χοληστερίνη και η πίεση του, τον ταλαιπωρούσαν. Αφού άφησε στο μπάνιο τα βρεγμένα ρούχα του, έβαλε ένα ποτήρι λευκό κρασί και ένα από τα αγαπημένα του CD και ξάπλωσε στον καναπέ. Για μια ακόμα φορά, άρχισε να εξερευνά, χαϊδεύοντας με το βλέμμα του τον χώρο γύρω του. Από την πρώτη μέρα, που ήλθε σ΄αυτό το σπίτι-τρία χρόνια πριν-τον μάγεψε. Ένιωσε τόσο οικεία –σαν αγκαλιά μάνας.. Ακόμα και όταν μετακόμισε οριστικά, δε θέλησε τίποτε δικό του να φέρει. Τ΄άφησε όλα στο δικό του διαμέρισμα. Ακόμα, ακόμα και τους δίσκους, τα βιβλία του, τα χειρόγραφα, τις αναμνήσεις του.
-Έχω αλήθεια δικές μου αναμνήσεις; αναρωτήθηκε..
Συχνά είχε την εντύπωση, ότι η ζωή του ξεκίνησε, τότε..Δέκα χρόνια πριν..Φοιτητές κ οι δύο.. Περνούσε μια πλατεία θυμάται κ το βλέμμα του είχε καρφωθεί στην πλάτη της.. Μια μικροκαμωμένη λεπτή σιλουέτα, όλο πλάτη.. Έτρεξε γρήγορα κοντά της..σαν διψασμένος..κ έτσι άρχισαν όλα..κ ακόμα έτσι είναι, διψασμένος.. Γι’ αυτό και θέλησε ο γάμος να γίνει την ημέρα της επετείου της πρώτης τους συνάντησης.. Μα και εκείνη, δεν είχε αντίρρηση. Ίσα, ίσα, είχε δακρύσει στην θύμηση αυτής της πρώτης κοινής πορείας των ματιών τους..Η αλήθεια ήταν,ότι είχαν παλέψει πολύ κ οι δύο τους για την ζωή τους.. Στρατό, απουσίες, μοναξιά, ατελείωτες ώρες δουλειάς, περισσότερες υποχωρήσεις, πολλές μας πολλές χαμένες εργατοώρες..
-Ευτυχώς για μας, είχαμε κοινούς στόχους...
-Κ ευτυχώς για μένα μ’αγαπά πολύ. Με νοιάζεται και με συμπονάει..
-Είναι ευτυχία να σ΄αγαπούν συλλογάται..
Στο CD οι στίχοι, που λατρεύει:Φαραντούρη: «..όταν λυθούν τα Μαύρα μάγια..σ’ένα κοχύλι θα κρυφτούμε..»..Η χαρά και η προσμονή του γάμου, τον κάνουν νευρικό.. Διάχυτη η υπερένταση.
-Να μην ξεχάσω να πάω για τις βέρες αύριο..
Είχαν από κοινού αποφασίσει να είναι η μεγάλη έκπληξη του..Γνώριζε την λατρεία, που είχε εκείνη για τα δαχτυλίδια. Ήταν τα μόνα στολίδια που φορούσε.. Όλα ιδιαίτερα κ χειροποίητα. Πολλές φορές στο παρελθόν είχαν μαλώσει, γιατί αρνούνταν πεισματικά να της αγοράσει ένα.Όλα ήθελε να τα ψωνίζει μόνη της. Τον εκνεύριζε η επιμονή της αυτή. Περίεργο εξάλλου για γυναίκα , να μην δέχεται δαχτυλίδι..
- Τι να πω, σκέφτηκε.. Άβυσσος..
Εκείνη είχε αναλάβει να κανονίσει το ταξίδι τους..Στιγμές έρωτα τον ρωτούσε με τα μεγάλα καφετιά μάτια της: "Στα πιο μεγάλα ταξίδια θα με πας;.." Και δίχως ποτέ να περιμένει απάντηση –σαν να μην την ένοιαζε η απάντηση, τον αγκάλιαζε σφιχτά..Κ τώρα, η ίδια του είχε ανακοινώσει, ότι ετοιμάζει ένα μεγάλο ταξίδι «Ταξίδι στην άκρη του κόσμου..» το είχε ονομάσει..
-Σαν παιδιά κάνουμε, σκεφτόταν πάλι και χαμογελούσε..καθώς ξεφύλλιζε ένα από τα πολλά φωτογραφικά κοινά τους λευκώματα..
-Οι μνήμες μου ξεκίνησαν από όταν σε γνώρισα , μονολογεί..
-Είσαι και μάνα και αδελφή κ φίλη κ γυναίκα κ ερωμένη…
-Πόσο καιρό έχουμε να κάνουμε έρωτα σκέφτεται απορημένος..
-Με κείνα και με τ’άλλα πάνε τρεις μήνες, απαντά μόνος του..
-Η αλήθεια είναι ότι κατακτήσαμε την αγάπη, την συντροφικότητα, την εμπιστοσύνη, θα καταλήξει και θα πιάσει ν’ ακούσει Αλεξίου..
Πάντα τους άρεσε να κάθονται κ να ακούν Χαρούλα , όταν έβρεχε..
«Εσύ με ξέρεις πιο πολύ από όλους στη ζωή μου..»
Το τραγούδι, θα τον ταξιδέψει εντελώς αναίτια, σε μια περίοδο, που αποτέλεσε το πιο μελανό σημείο της κοινής ζωής τους..Είχαν πριν πέντε χρόνια χωρίσει. Εκείνη το ζήτησε..
Λίγο καιρό μετά κατάλαβε γιατί..Οι νύχτες σιωπής κ απουσίας, συνενοχής κ αδιαφορίας , ήταν γιατί υπήρχε κάτι στο παρελθόν της, που δεν την είχε εγκαταλείψει..
«Το παρελθόν μου, μου χρωστά μια μνήμη..» ,έτσι του είχε πει ένα μεσημέρι σ΄ένα καφέ , να σαν τώρα, Φθινόπωρο ήταν κ είχε φύγει..Ξαναγύρισε κοντά του ενάμισι χρόνο μετά..Εκείνος την περίμενε…Πάντα την περίμενε..ένιωθε σαν να μην έχει φύγει ποτέ..Παρόλο που, οι νύχτες είχαν αλλάξει..πιο σκοτεινές..Κ το βλέμμα της..άδειο ήταν, διεκπεραιωτικό ..
-Ιδέα μου, ήταν όλα αυτά , θα πει τώρα πέντε χρόνια μετά..
-Τίποτε από αυτά δεν ίσχυε..
-Απλά, ήθελε τον χρόνο της..Αγρίμι, αυτή κ σπιτικό εγώ.. πως να με χειριστεί..πως να με μάθει..πως να μείνει..
-Μα τώρα , που έχουν περάσει χρόνοι δέκα, ξέρω, πως μ’ αγαπά, γνωρίζω πως μαζί μου θα είναι ευτυχισμένη, πως με δύο μαζί , το λίγο γίνεται λιγότερο, ο πόνος μοιράζεται κ η χαρά διπλασιάζεται..
-Μια ήρεμη αγάπη μας χρειάζεται..Τίποτε άλλο.. είπε και σηκώθηκε,σίγουρος, να ετοιμαστεί ,πάλι, για το γραφείο του..


Πέμπτη, Οκτωβρίου 11, 2007

Τελευταία Πρόβα..

Μέρος 1ο.. Στέκεται ακόμα ένα απόγευμα , απέναντι στη μεγάλη της αγάπη, τη Θάλασσα της..
Πάλι , προφασίστηκε ραντεβού με πελάτες εκτός πόλης.
Δεν αντέχονται πλέον οι ώρες της μεσημεριάτικης σιέστας στο σπίτι..μαζί του..
Ανάβει και σβήνει τα τσιγάρα, όπως τις ανάσες της..το ένα διαδέχεται το άλλο..
Σκέφτεται και ξανασκέφτεται τη ζωή της, την μέχρι τώρα , την από δω κ τώρα.
Ποιά ζωή της , δηλαδή-ας μη γελιέται..
Δουλεύει σκληρά, χρόνια τώρα κ κατά κοινή ομολογία , έχει πετύχει στη δουλειά της..
Επιτυχίες πολλές και χρήματα ακόμα περισσότερα.
Παράσημα, που αδυνατούν , να επουλώσουν το αρχέγονο τραύμα , της αρχέγονης μοναξιάς..
Εξαργυρώνει , τα λάθη της , με το κέρδος της επιείκειας, που έχει αναπτύξει, απέναντι στον εαυτό της και στους άλλους ανθρώπους. πιο επιεικής..περισσότερο υπομονετική..
Μονάχα με εκείνον αδυνατεί να είναι έτσι..δεν γίνεται..
Στη σκέψη του και μόνο, ανάβει νέο τσιγάρο..
Τον φοβάται, εχθρός φαντάζει ..Την τρώει και τον τρώει..Δέκα χρόνια μαζί, χωρίς γάμο,χωρίς οικογένεια..κοινή απόφαση κάποτε..
Συγκατοικούν εδώ και τέσσερις μήνες, στο δικό της σπίτι..κοινή κ αυτή η απόφαση..
-Δεν αλλάξαμε τίποτα σκέφτεται.
-Μόνον δυο συρταριέρες επιπλέον για τα προσωπικά του είδη..
-Βλεπόμαστε ελάχιστα , συλλογάται..
Κ οι δύο έχουν ελεύθερα αλλά απαιτητικά ωράρια..
Αναζητούν πάντα ο ένας τον άλλο, όπως η κακία την αρετή, όπως ο διάβολος το λιβάνι, όπως η αμαρτία την εξιλέωση..
-Πως γίναμε έτσι; αναρωτιέται..
-Γιατί δεν χωρίζουμε;
-Ποια πρόσωπα , χαράχτηκαν στα πρόσωπα μας τώρα, που δεν αναγνωρίζουμε;
-Πως φτάσαμε να μιλάμε "για ήρεμη αγάπη";για συντροφικότητα, για καθήκον, για συνήθειες, για συμπόνοια;όλες αυτές τις έννοιες , που χλευάζαμε άλλοτε με την έπαρση της νιότης μας;
-Που πήγε ο Έρωτας;
-Πως να παρηγορηθώ;να αποξεχαστώ;
Ξαφνικά, η αφύπνιση του κινητού της , την βγάζει από τις σκέψεις της..
Η ώρα 18.30 απογευματινή..-
-Πρέπει να βιαστώ, σκέφτηκε..

-Σήμερα έχω την τελευταία πρόβα νυφικού..


Τετάρτη, Οκτωβρίου 10, 2007

Θα ξεκινήσεις το Ταξίδι σου, λιτό, καθώς το στήθος σου μικρό κορίτσι μου, όταν πιο νέα ήσουν..
Θα αρχίσεις να το δοκιμάζεις σοβαρά κ ευλαβικά, καθώς φορούσες το πρώτο πασχαλιάτικο φουστάνι σου..
Θα το φορέσεις , πάνω στην πίκρα σου πάνω στην λατρεία σου, στο μίσος σου..
Θα σημαδέψεις με προσοχή, τι περίσσεψε , τι σου λείψε, πόσα κορδόνια , πόσα κουμπιά, θα πρέπει να ράψεις..πόσα αφιλόξενα στολίδια, να ξεφτίσεις..
θα πολεμήσεις να σαι φίλος με τα λόγια σου, φίλος πολύ, με δάκρυα φίλος, κάτι σαν τους φανταστικούς κ αιώνιους φίλους, που είχαμε παιδιά..
Κ όταν μια μέρα,σου φανεί, πως κάπου φτάνεις..
ΜΗΝ φοβηθείς..
Ό,τι μας καίει , δεν μας πεθαίνει..
Ο δρόμος του, δεν βγάζει, όπως νομίζαμε στην άβυσσο..
Φόρεσε μόνον το σωστό φουστάνι κ συνέχισε..


Λίγο πιο πέρα, απο την πόλη και τα Βενετσιάνικα τείχη Της,
καθώς μια νύχτα, μακρυά απο τις Πύλες της εστάθηκα..
κ έμπαινα , ακόμα πιο βαθιά μες στα σκοτάδια..
κ άφηνα πίσω μου, μια Μνήμη απο Καμπάνες..
ξάφνου σε κάτι σκόνταψα:
Σπρώχνοντας με τα χέρια μου τα σύννεφα,
εσκυψα μέσα μου, σαν σε βαθιά χαράδρα κ ψιθύρισα:
Μη φεύγεις..

Μου χρωστάς ένα Όραμα..

Χάιδευα τα μαλλιά, το πρόσωπο κ τ΄άδεια χέρια..
Όμως..
Αλήθεια..
μας εχώριζε η όχθη των δύο κόσμων..


Τετάρτη, Οκτωβρίου 03, 2007

Η ψυχή μου, ήταν πάντα μια πανύψηλη φλόγα.

Το κορμί φλεγόμενο από Χιόνια κ Ανέμους..

Τα σημάδια στο βλέμμα , από βέλη θανάτου..

Όλα , μα όλα , έψαχναν σε βάθος κ ύψος, μια Αλήθεια..

Όμως..

Επειδή, έφταναν, πιότερο από όσο μπορούσαν , μακρυά,

δεν σε είδαν στο πλάι μου..

Τώρα..

που ξόδεψα, ό,τι είχα κ ό,τι περίσσιο νόμιζα,

κέρδισα εκείνο , που είχα πάντα..

Να σαι λοιπόν, σιμά μου εσύ..

Ολάκερος αυτός ο Χρόνος , που κάηκε, υπήρξα εγώ,

η Φλόγα, που άρχισε να τρεμουλιάζει, ένας κάπνος,

που δεν πηγαίνει πια σε ύψος,

παρά, στα μέσα μου θεριεύει..







Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2007


Σαν σήμερα εντελώς ξαφνικά κ ανησυχητικά αργοπορημένα
- με έσωσε το πείσμα ενός νεαρού γιατρού-
χαράματα, γεννήθηκα..
Ένα ταλαιπωρημένο μελαχρινό μωρό,
με νύχια κ ουλές στο πρόσωπο κ συμπτώματα ασφυξίας..
ίσως γι' αυτό δεν έκλαψα-ποτέ δεν κατάλαβα την αλλαγή..
βουβή αντίκρισα τον κόσμο τούτο..
Αρρώστησα βαριά αμέσως κ νοσηλεύτηκα για δύο μήνες περίπου..
Σε ένα θάλαμο λευκό κ αποστειρωμένο..
Ήμουν ένα αντικειμενικά άσχημο μωρό,
έτσι μου φάνηκα κ μένα χρόνια μετά,
στις λίγες ασπρόμαυρες φωτογραφίες μου..
Μια δύσκολη γέννα κ μια πολύ ταλαιπωρημένη λεχώνα,
η μάνα μου..που με αρνιόταν πεισματικά κ για καιρό ,
η πρώτη προίκα της δικής μου ιστορίας..
Κ ένας πατέρας ναυτικός ,
που έστησε, στα μέσα του Ωκεανού,
τρελό γλέντι ,στο άκουσμα της γέννησης μου..
λαχταρούσε τόσο μια κόρη..
"Γιατί κυρία Αλεξάνδρα δεν θέλετε να δείτε το μωρό σας,
έλεγε ο νεαρός γιατρός , που με έφερε στον κόσμο;
Πως σας αφήνουν αδιάφορη αυτά τα Μάτια;
Τα τεράστια σαν την γη, καφετιά Μάτια της;"
Αυτή την ιστορία , πάντα μου αφηγείται η μάνα μου από τότε..
Σαν ιεροτελεστία , κάθε χρόνο ζητάω να την ακούσω..
Κ είναι σαν να την έχω ζήσει..
Δύο μάτια κ το λευκό αποστειρωμένο δωμάτιο, το βιος μου όλο..
Κ πολλές είναι οι νύχτες, που σκέφτομαι,
που αρπάζομαι από αυτά τα δυο μεγάλα Μάτια..
Εκείνες που, δεν έχω μάτια, δεν έχω μιλιά,δεν έχω γλώσσα να μιλήσω..
Κ γίνομαι η φωνή του βρέφους , που δεν βρήκε ακόμα την μιλιά του..
Γίνομαι ίσκιος κ πετώ εκεί στο αποστειρωμένο-λευκό δωμάτιο..
Γίνομαι παιδί πάλι κ ξαναγράφω μνήμες που ποθώ κ όνειρα που λαχταρώ..
Γίνομαι μάνα κ αγκαλιάζω την νέα ζωή..
Κοιτώ βαθιά σε κείνα τα Μάτια κ δεν ξεχνώ τη ρίζα της Καταγωγής μου..